- ἐρχομένῃ
- ἔρχομαιibopres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρχομένη — ἔρχομαι ibo pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Bulgarian dialects — ( bg. български диалекти, balgarski dialekti , also български говори, balgarski govori or български наречия, balgarski narechiya ) are the regional spoken varieties of the Bulgarian language, a South Slavic language. Bulgarian dialectology dates… … Wikipedia
παιδίσκη — η (ΑΜ παιδίσκη) 1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα 2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ) αρχ. 1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.) 2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν) 3.… … Dictionary of Greek
συνεδριάζω — ΝΜΑ [συνεδρία] συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.) αρχ. (το ουδ. τής παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα… … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Καναζάβα — (Kanazawa). Πόλη (456.434 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Ισικάβα (4.185 τ. χλμ., 1.180.377 κάτ.). Θεμελιώθηκε το 1471 από τους επαναστάτες του Xικό (βουδιστική αίρεση), που κατασκεύασαν και το οχυρό της Oγιάμα … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Ντεμπισί, Κλοντ — (Achille Claude Debussy, Σεν Ζερμέν αν Λε 1862 – Παρίσι 1918). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1873, με την επιμονή μιας παλιάς μαθήτριας του Σοπέν, η οποία διαισθάνθηκε το μουσικό ταλέντο του μικρού και έπεισε την οικογένειά του … Dictionary of Greek